- δαλίων
- δαλίονneut gen plδᾱλίων , δαλόςfire-brandneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δαλίων — (μέσα 4ου – αρχές 3ου αι. π.Χ.). Ο πρώτος Έλληνας περιηγητής της Αιγύπτου, που έφτασε πέρα από τη Μερόη. Έζησε επί Πτολεμαίου Α’ και έδωσε πολύτιμες πληροφορίες για τους αιγυπτιακούς λαούς του Άνω Νείλου. Ο Ερατοσθένης άντλησε από τον Δ. πολλές… … Dictionary of Greek
Δαλίων — Δᾱλίων , Δήλιος Delian fem gen pl (doric) Δᾱλίων , Δήλιος Delian masc/neut gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)